- αγριοσταφίδα
- Κοινή ονομασία δύο φυτών. 1. Δελφίνο η αγριοσταφίδα, της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. 2. Φυτολάκα η δέκανδρος, της οικογένειας των φυτολακκιδών. Πολυετής πόα, ύψους 1-3 μ., με βλαστό λείο, όρθιο, παχύ, γραμμωτό, συνήθως κοκκινωπό, με διχοτομική διακλάδωση και φύλλα που επαλλάσσουν, μεγάλα, ωοειδή-λογχοειδή, ακέραια, φτερόνευρα. Έχει άνθη άσπρα ή ροδοπράσινα, σε μακρούς, πολυανθείς, όρθιους βότρεις. Ο καρπός είναι μια ρώγα, μαύρη, σφαιρική με 10 καρπίδια. Πρόκειται για είδος αυτοφυές σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας. Ο κόκκινος χυμός των ρωγών του είναι επιβλαβής στην υγεία, γιατί περιέχει σημαντική ποσότητα αλκαλοειδούς φυτολακκίνης, η οποία έχει εμετικές, καθαρτικές και ναρκωτικές ιδιότητες. Πολλαπλασιάζεται εύκολα με σπορά.
Dictionary of Greek. 2013.